προδιατάσσω

προδιατάσσω
Ν, προδιατάσσομαι Α
διευθετώ, κανονίζω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διατάσσω «κανονίζω, διευθετώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προδιάταξη — η, Ν [προδιατάσσω] 1. προκαταρκτική διάταξη, τοποθέτηση, τακτοποίηση 2. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο είναι τακτοποιημένα μεταξύ τους έτσι ώστε, χωρίς να επιδρά το ένα πάνω στο άλλο, να βρίσκονται σε πλήρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”